- κοιλιαργία
- κοιλι-αργία, ἡ, by dissim. for κοιλιαλγία,A pain in the bowels, Rev.Ét.Gr.41.74 ([place name] Damascus).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κοιλιαργία — κοιλιαργία, ἡ (Α) κοιλιαλγία, κοιλόπονος. [ΕΤΥΜΟΛ. Κοιλιαργία αντί κοιλιαλγία, με ανομοίωση] … Dictionary of Greek